- Ισραηλίτης
- ό, θηλ. Ισραηλίτις και Ισραηλίτισσα (ΑΜ Ἰσραηλίτης, θηλ. Ἰσραηλῑτις) [Ισραήλ]άτομο που ανήκει στον λαό τού Ισραήλ, ο Ιουδαίος, ο Εβραίος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ισραηλίτης — ο θηλ. ισσα άτομο που ανήκει στο εβραϊκό έθνος, Εβραίος της διασποράς, Ιουδαίος: Οι Ισραηλίτες της Θεσσαλονίκης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Jewish ethnonyms — Part of a series of articles on Jews and Judaism … Wikipedia
израилит — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. Ἰσραηλίτης); 1) израильтянин, потомок Иакова… … Словарь церковнославянского языка
άβδων — ἄβδων, ο (Μ) Ισραηλίτης δικαστής … Dictionary of Greek
εβραίος — και οβραίος, α και αίισσα, ο και οβριός, ιά (AM ἑβραῑος, α, ον) αυτός που ανήκει στο εβραϊκό έθνος, Ιουδαίος, Ισραηλίτης νεοελλ. άνθρωπος που έχει χαρακτήρα Εβραίου, ελαττώματα που αποδίδονται στους Εβραίους, τσιγγούνης, σκληρός, συμφεροντολόγος… … Dictionary of Greek
ισραηλιτικός — ή, ό [Ισραηλίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ισραήλ 2. αυτός που κατάγεται από τον Ισραήλ, ο εβραϊκός, ο ιουδαϊκός … Dictionary of Greek
ντονμές — Εξωμότης Εβραίος της Θεσσαλονίκης. Η λέξη ν. είναι τουρκική και σημαίνει «γυρισμένος». Οι Εβραίοι αυτοί αιρετικοί, ήταν οπαδοί του συμπατριώτη τους ιερέα Σαμπετάι Σεβί, που είχε ασπαστεί τον μουσουλμανισμό, για ν’ αποφύγει την καταδίκη του από… … Dictionary of Greek
φιλισραηλίτης — ὁ, Μ αυτός που συμπαθεί τους Ισραηλίτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + Ἰσραηλίτης] … Dictionary of Greek
Αλκουίλας — (Σινώπη 80 – περ. 149 μ.Χ.). Ισραηλίτης αρχιτέκτονας. Αρχικά ασπάστηκε τον χριστιανισμό και φαίνεται ότι έζησε για ένα διάστημα στην Αθήνα όπου σπούδασε αρχιτεκτονική. Ακολούθησε για μεγάλο χρονικό διάστημα τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αΐλιο Αδριανό,… … Dictionary of Greek
αποδιοπομπαίος τράγος — Βιβλικός όρος. Γι’ αυτόν γίνεται λόγος στο τελετουργικό της γιορτής του εξιλασμού (Λευιτικό 16), που τη γιόρταζαν οι Ισραηλίτες κάθε φθινόπωρο, στις δέκα του μήνα Τισρεΐ (Σεπτέμβριος Οκτώβριος). Κατά την ημέρα αυτή, που ιερείς και λαός ζητούσαν… … Dictionary of Greek